- θερμαντικός
- -ή, -ό (ΑΜ θερμαντικός, -ή, -όν) [θερμαντός]ο ικανός να θερμαίνει, αυτός που παράγει θερμότητα, ο θερμογόνος («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῡ σώματος θερμαντικὸν οἶνος», Πλάτ.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το θερμαντικόκάθε θερμό υγρό που λαμβάνεται για θεραπευτικό σκοπό2. φρ. «θερμαντική ικανότητα» — η θερμότητα που αποδίδεται κατά την τέλεια καύση τής μονάδας μάζας ενός καυσίμου.επίρρ...θερμαντικώςαπό θερμαντική άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.